- ευπροφάσιστος
- εὐπροφάσιστος, -ον (Α)1. αυτός που χρησιμεύει εύκολα ως πρόφαση, ο ευλογοφανής2. φρ. «εὐπροφάσιστόν (ἐστι)» — είναι εύλογο3. αυτός που αποδέχεται εύκολα προφάσεις.επίρρ...εὐπροφασίστως (ΑΜ)με ευλογοφανή τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προ-φασίζομαι (πρβλ. α-προ-φάσιστος)].
Dictionary of Greek. 2013.